ἀίδρις

ἀίδρις
ἀΐδρῑς , ἄιδρις
unknowing
masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄιδρις — ἄϊδρις , ἄιδρις unknowing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άιδρις — ἄιδρις (γεν. ιος και εος), ι (Α) αμαθής, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴδρις «πεπειραμένος, ειδήμων» < oἶδa. ΠΑΡ. αρχ. ἀιδρείη, ἀιδρήεις] …   Dictionary of Greek

  • ἀίδρει — ἀΐδρει , ἄιδρις unknowing masc/fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀΐδρεϊ , ἄιδρις unknowing masc/fem dat sg (epic) ἀΐδρει , ἄιδρις unknowing masc/fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀίδρεις — ἀΐδρεις , ἄιδρις unknowing masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἀΐδρεις , ἄιδρις unknowing masc/fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άιδρος — ἄιδρος, ον (Α) αμαθής, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ἄιδρις*] …   Dictionary of Greek

  • αϊδρήεις — ἀιδρήεις, εσσα, εν (Α) ο άιδρις …   Dictionary of Greek

  • αϊδρείη — ἀιδρείη, η (Α) [ἄιδρις] έλλειψη γνώσης, άγνοια, αμάθεια …   Dictionary of Greek

  • κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ …   Dictionary of Greek

  • ἀίδρεος — ἀΐδρεος , ἄιδρις unknowing masc/fem gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀίδρεως — ἀΐδρεω̆ς , ἄιδρις unknowing masc/fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”